προαγωγικός

προαγωγικός
προαγωγικός
skilful in pandering
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προαγωγικός — ή, ό / προαγωγικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προαγωγή («προαγωγικές εξετάσεις») αρχ. 1. ο επιτήδειος, ικανός στην προαγωγεία, στη μαστροπεία 2. αυτός που οδηγεί προς τα εμπρός, αυτός που συντελεί στην πρόοδο. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • προαγωγικούς — προαγωγικός skilful in pandering masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՅԱՌԱՋԱԾՈՒ — ( ) NBH 2 0334 Chronological Sequence: Unknown date, 8c ա. προάγων, προαγωγικός, προβολεύς, παρακομιστής productor, adducens, deducens, pararius. Որ յառաջ բերէ ո՛ր եւ է օրինակաւ. արտադրօղ. յառաջացուցիչ. յինքն ձգօղ. պատճառ, առիթ, եւ այլն: *ամենայն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • προαγωγικάς — προαγωγικά̱ς , προαγωγικός skilful in pandering fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”